κοινοκρατηρόσκυφος

κοινοκρατηρόσκυφος
κοινοκρατηρόσκυφος, -ον (Α)
αυτός που γεμίζει το ποτήρι του από τον κοινό κρατήρα, από το κοινό αγγείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + κρατήρ + συνδετικό φωνήεν -ο- + σκύφος «κύπελλο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοινοκρατηροσκύφῳ — κοινοκρατηρόσκυφος filling his cup from the common bowl masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”